ἀσκούς

ἀσκούς
ἀσκός
skin
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 541 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 541 Tables of κεφ …   Wikipedia

  • Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αφύσητος — η, ο (AM ἀφύσητος, ον) 1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν 2. (για ασκούς) αφούσκωτος …   Dictionary of Greek

  • ενδοσπορικός — ή, ό (για φυτά) αυτός τού οποίου τα σπόρια γεννιούνται μέσα σε κύτταρα (ασκούς) …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”